Μία κριτική της ενεργειακής πολιτικής της Έκθεσης Πισσαρίδη.
.
.
Getty

Των Γιώργου Τσουράκη, Μηχανολόγου Μηχανικού & Δρ. Μηχανικού ΕΜΠ και Νίκου Χατζηαργυρίου, Καθηγητή Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών ΕΜΠ, πρ. Προέδρου & Διευθύνοντα Συμβούλου ΔΕΔΔΗΕ.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε Ινστιτούτο Εναλλακτικών ΕΝΑ στην ενότητα «Διάλογοι: Για ένα προοδευτικό σχέδιο με βιωσιμότητα & δικαιοσύνη».

Εισαγωγή

Μέχρι και την προ-κορονοϊού περίοδο, αναγνωρίζαμε σε αδρές γραμμές 3 βασικές προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η πολιτική:

  • Τις ανισότητες που διαρκώς διευρύνονται (συμπίεση μισθών, ελαστικές σχέσεις εργασίας, υψηλή δομική ανεργία) με παράλληλο περιορισμό των δικαιωμάτων και των συνταγματικών ελευθεριών, βασικών δηλαδή δημοκρατικών κατακτήσεων.

  • Την προσφυγική κρίση, τις πολύ μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών λόγω πολεμικών συρράξεων ή και κλιματικών καταστροφών (π.χ. ερημοποιήσεις).

  • Την κλιματική αλλαγή/κρίση -η οποία επιταχύνεται και η αντιμετώπιση της οποίας θα αποτελέσει μια μάχη επιβίωσης, εφόσον δεν αναληφθεί άμεση δράση για τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Χαρακτηριστικό είναι πως το έτος 2020 αποτελεί ένα από τα θερμότερα έτη που έχουν καταγραφεί1 (μαζί με το 2016), ενώ η τελευταία δεκαετία αποτελεί τη θερμότερη όλων των εποχών.

Στις τρεις αυτές προκλήσεις προστίθεται πλέον και μία τέταρτη, η υγειονομική κρίση έχει αλλάξει άρδην τις λειτουργίες των κοινωνιών και οικονομιών και θέτει επιπλέον ευρύτερα ζητήματα δημοκρατίας, ελευθεριών και δημιουργίας νέων ανισοτήτων (π.χ. ψηφιακών, μαθησιακών, εργασιακών, κτλ) εντός της πανδημικής κρίσης.

Θα περίμενε κανείς από την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, ως ένα κείμενο που φιλοδοξεί να αποτελέσει πυξίδα για την χάραξη πολιτικών που θα σχηματοποιήσουν το μέλλον για τις επόμενες δεκαετίες, να εντοπίζει τα βασικά επίδικα της εποχής μας και να προτείνει λύσεις, ή τουλάχιστον κατευθύνσεις οι οποίες να εκφεύγουν της νεοφιλελεύθερης θεώρησης.

Πόσω μάλλον όταν αυτές οι θεωρήσεις έχουν αποτελέσει τροφοδότη/επιταχυντή των παραπάνω κρίσεων.

Αντιθέτως, το κείμενο της επιτροπής Πισσαρίδη αποτελεί -ατυχώς- ένα περισσότερο πολιτικό κείμενο που επιχειρεί να ανανεώσει το αφήγημα της νεοφιλελεύθερης οπτικής για την μετα-πανδημική περίοδο, χωρίς όμως τελικά να καταφέρνει να εντοπίσει τις βασικές αντιφάσεις της ίδιας της πρότασης.

Καθώς η έκθεση Πισσαρίδη είναι ένα κείμενο με μία συνολική πρόταση για την οικονομία, αναφέρεται και στον τομέα της ενέργειας, χωρίς πάντως να εμβαθύνει ιδιαίτερα.

Δεδομένου ότι η έκθεση συμβαδίζει με τους διακηρυγμένους στόχους της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή, βάζει στόχους που είναι εν γένει στη σωστή κατεύθυνση.

Για παράδειγμα, ορθά επισημαίνεται ότι η χώρα έχει υψηλή ένταση χρήσης ενέργειας, σε σχέση και με το ευνοϊκό κλίμα (λόγω γεωγραφικής θέσης), αλλά και την αποβιομηχάνιση που έχει συντελεστεί (σελ. 37).

Επίσης, πράγματι η ενεργειακή εξάρτηση τείνει να αυξηθεί με την απόσυρση του λιγνίτη και δικαίως προτείνεται η έμφαση στην ενεργειακή εξοικονόμηση και την ανάπτυξη των ΑΠΕ (σελ. 38), αν και στη συνέχεια δεν προτείνεται κανένα μέτρο για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων, σε μία προσπάθεια να «χωρέσει» όλες τις αποκλίνουσες ή συγκλίνουσες απόψεις.

Οι βασικές όμως πολιτικές διαφορές μίας προοδευτικής πολιτικής για την ενέργεια σε σχέση με την έκθεση Πισσαρίδη εντοπίζονται στα μέσα επίτευξης των στόχων αυτών ή στις πολιτικές στοχεύσεις οι οποίες δεν θα πρέπει απλά να επικαλούνται τους ευρωπαϊκούς στόχους για τη νομιμοποίησή τους.

Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου απαραίτητη η ιδιωτικοποίηση φυσικών μονοπωλίων στο επίπεδο των διαχειριστών ενέργειας για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, την εύρυθμη λειτουργία αυτών και τη μείωση του κόστους για τους καταναλωτές.

Επιπλέον, οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν και πρέπει να αναδείξουν ότι αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο και συστρατεύονται με σκοπό να ωθήσουν την Ευρώπη σε ακόμα πιο φιλόδοξες ενεργειακές και κλιματικές πολιτικές με έμφαση στην κοινωνική διάσταση της μετάβασης («να μη μείνει κανείς πίσω») και όχι την απλή προσαρμογή σε αυτές, όπως υπονοεί η συγκεκριμένη έκθεση.

Η ενεργειακή μετάβαση, στην παρούσα ανάλυση, τίθεται υπό αξιολόγηση με βάση τους ακόλουθους 5 βασικούς άξονες:

  1. Την ασφάλεια εφοδιασμού.

  2. Τη δικαιοσύνη στην κατανομή των βαρών και των ελαφρύνσεων (κόστος μετάβασης).

  3. Την οικονομία με την έννοια της επιλογής λύσεων αυξημένης προστιθέμενης αξίας.

  4. Την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης.

  5. Την επαρκή χρηματοδότηση της μετάβασης μέσα από δημόσιους (αλλά όχι μόνο) πόρους.

Στη συνέχεια γίνεται σχολιασμός των βασικότερων σημείων της έκθεσης σε ό,τι αφορά τον τομέα της ενέργειας.

Δείκτες

1. Είναι αλήθεια ότι στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η τιμή στη χονδρική αγορά ήταν πολύ υψηλή στην Ελλάδα την τελευταία περίοδο, όμως οι αγορές χονδρικής των χωρών δεν ήταν άμεσα συγκρίσιμες.

Άλλωστε, η άμβλυνση τέτοιων ανισορροπιών είναι βασικός στόχος του «μοντέλου-στόχου» (target model) της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που μόλις πρόσφατα αρχίζει να εφαρμόζεται στη χώρα, ενώ εκκρεμεί η σύζευξη ακόμα και της προημερήσιας αγοράς με τη γειτονική Βουλγαρία.

Πιο συγκρίσιμες είναι οι τελικές τιμές καταναλωτή, οι οποίες είναι δείκτες για το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.

Όπως φαίνεται στο Σχ. 1, με όρους αγοραστικής δύναμης, η χώρα παραμένει κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρά την τάση ανόδου (από την 11η θέση μεταξύ των 19 χωρών της Ευρωζώνης στο έτος 2019, πέρασε στη 10η θέση το 1ο εξάμηνο του 2020).

Σχήμα 1: Τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακές καταναλώσεις στις χώρες της Ευρωζώνης για τρία εξάμηνα (Eurostat).
Σχήμα 1: Τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακές καταναλώσεις στις χώρες της Ευρωζώνης για τρία εξάμηνα (Eurostat).
Eurostat

2. Σε ό,τι αφορά την υψηλή φορολόγηση των πετρελαιοειδών, αυτή σχετίζεται με τη συνολική προβληματική διάρθρωση των φορολογικών εσόδων στη χώρα, η οποία περιγράφεται στην ίδια την έκθεση:

«Το υψηλό ποσοστό αδήλωτων εισοδημάτων και φοροδιαφυγής και άλλα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας αντανακλώνται σε δυσανάλογα υψηλά έσοδα του κράτους από έμμεσους φόρους και χαμηλά έσοδα από άμεσους φόρους σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».

Ενεργειακή εξάρτηση και αποδοτικότητα

3. Η έκθεση απλά διαπιστώνει ότι «η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας παραμένει υψηλή, ιδίως σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο».

Ίσως οι συγγραφείς αντιλαμβάνονται την αντίφαση με την πολιτική της κυβέρνησης που ενισχύει, έστω μεσοπρόθεσμα, την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, όπως αποτυπώνεται και στο τελικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ 2019), με επιπλέον εγκαταστάσεις μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο (18TWh έναντι 10TWh στο προκαταρκτικό ΕΣΕΚ που υποβλήθηκε στην ΕΕ τον Ιανουάριο του 2019)2. Αν και το ΕΣΕΚ δείχνει απλά ένα σενάριο επίτευξης στόχων και δεν προδιαγράφει επιχειρηματικές αποφάσεις,, είναι σαφές ότι δίνει συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Η εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα ενεργειακά προϊόντα είναι μεγάλη, όμως αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα του υψηλού επιπέδου ανάπτυξής της, σε σχέση και με το μέγεθός της. Πράγματι, το ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδας (71% το 2018 σύμφωνα με τη Eurostat) είναι αντίστοιχο άλλων ανεπτυγμένων χωρών αντίστοιχου μεγέθους και χωρίς πυρηνικά (π.χ. 76% για την Πορτογαλία για το έτος 2018).

Σχήμα 2: Δείκτης ενεργειακής εξάρτησης για τις χώρες της Ευρωζώνης για δύο έτη (Eurostat).
Σχήμα 2: Δείκτης ενεργειακής εξάρτησης για τις χώρες της Ευρωζώνης για δύο έτη (Eurostat).
Eurostat

Σε κάθε περίπτωση, η μετάβαση στις ΑΠΕ, αποφεύγοντας την προσωρινή αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου (προσωρινή με την παραδοχή ότι πράγματι ο τελικός στόχος είναι η μετάβαση στις ΑΠΕ), είναι η μόνη βιώσιμη λύση για μείωση της ενεργειακής εξάρτησης, σε συνάφεια και με την πολιτική σε επίπεδο ΕΕ για μείωση της ενεργειακής εξάρτησης με παράλληλη μείωση των εγχώριων εξορύξεων υδρογονανθράκων από κράτη-μέλη της ΕΕ, κάτι που η χώρα πρέπει πλέον να διεκδικήσει.

Ήδη μάλιστα, βλέπουμε μία σειρά σημαντικών χωρών (π.χ. Ισπανία, ΗΠΑ) να ανακοινώνουν ακύρωση ή παύση νέων εξορύξεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, στο πλαίσιο της επανόδου των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού, μετά και την εκλογική επικράτηση του Δημοκρατικού υποψήφιου και νυν Προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν3.

Μία σύγκριση των δύο εκδόσεων του ΕΣΕΚ, και πιο συγκεκριμένα του τελικού (Δεκ. 2019) έναντι του προκαταρκτικού (Ιαν. 2019), δείχνει ότι αν και η απόφαση για την πλήρη απολιγνιτοποίηση το 2028 περιλαμβάνει το κλείσιμο όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων ως το 2023, η (επιπλέον) μείωση σε επίπεδο εκπομπών είναι μόλις 10% (32% έναντι 42%).

Αυτή η μείωση δεν είναι αμελητέα, αλλά είναι ενδεικτική της δυσκολίας επίτευξης του στόχου της πλήρους απανθρακοποίησης.

Ένας βασικός λόγος είναι και η αυξημένη συμμετοχή του φυσικού αερίου (όπως αναφέρθηκε και παραπάνω) η οποία σε ένα βαθμό «ψαλιδίζει» το περιβαλλοντικό κέρδος από το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών.

Η μετάβαση πρέπει να βασιστεί στις ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας, με μέριμνα για την ασφάλεια εφοδιασμού.

4. Στην ενότητα για την ενέργεια, η έκθεση απλά διαπιστώνει ότι η ενεργειακή ένταση της οικονομίας παραμένει σε αρκετά υψηλό επίπεδο, ενώ αναφέρει ως θετικό γεγονός ότι η ενεργειακή της ένταση έχει υποχωρήσει.

Όμως αυτό έχει συμβεί σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της μείωσης του πρωτογενούς τομέα και της στροφής στις υπηρεσίες, παρά ως αποτέλεσμα μέτρων ενεργειακής αποδοτικότητας.

Όπως αναφέρει σε άλλο σημείο η ίδια η έκθεση, «η χώρα καταναλώνει περισσότερη ενέργεια προς ΑΕΠ σε σχέση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης (όπως την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία), αλλά και σε σύγκριση με χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης με ιδιαίτερα αναπτυγμένο βιομηχανικό τομέα, όπως η Γερμανία».

Λόγω της πολιτικής της κατεύθυνσης, η έκθεση δε θα μπορούσε βέβαια να αναδείξει την αντίφαση μεταξύ των στόχων εξοικονόμησης ενέργειας και της τάσης των προμηθευτών να «επιβραβεύουν» τις μεγάλες καταναλώσεις με χαμηλότερες τιμές ανά κιλοβατώρα ενισχύοντας λόγω του ανταγωνισμού τη μεγάλη ζήτηση.

Ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

5. Η έκθεση επαναλαμβάνει τη συνήθη επωδό ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από υψηλό δείκτη συγκέντρωσης και επομένως περιορισμένο ανταγωνισμό.

Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η εικόνα έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια, καθώς το μερίδιο της ΔΕΗ στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας έχει μειωθεί από επίπεδα άνω του 90% τον Ιανουάριο του 2016 σε 80% τον Ιούνιο του 2018 και 63,2% τον Οκτώβριο του 2020.

Επίσης, το μέγεθος της ΔΕΗ θα πρέπει να εξετάζεται πλέον και σε σχέση με την περιφερειακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (όχι μόνο ως προς την εσωτερική αγορά δηλαδή), υπό το πρίσμα αφενός της σταδιακής σύζευξης των αγορών αφετέρου της σταδιακής αύξησης της διασυνδεσιμότητας της χώρας μέσω της ανάπτυξης έργων διασύνδεσης (από 13% το έτος 2020 σε 21% ήδη από το έτος 2025, σύμφωνα και με το ΕΣΕΚ).

Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί πως βασικό ανασταλτικό παράγοντα στη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας αποτέλεσε και η αξιοπιστία των ιδιωτικών παρόχων, η οποία είχε τρωθεί σημαντικά, στον απόηχο του σκανδάλου της Energa και Hellas Power.

6. Σε ό,τι αφορά στις δημοπρασίες ΝΟΜΕ, αυτές πράγματι υλοποιήθηκαν με τρόπο που επιβάρυνε τη ΔΕΗ, καθώς κατείχε τεράστιο μερίδιο της αγοράς στη λιανική αγορά.

Όμως οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ προέκυψαν ως μεταβατικό μέτρο στο πλαίσιο του γενικότερου συμβιβασμού του τρίτου Προγράμματος Προσαρμογής, στο οποίο προβλεπόταν υποχρέωση για τη σταδιακή απομείωση των μεριδίων της ΔΕΗ κάτω του 50% μέχρι το έτος 2020 (Ν. 4336/2015), αφότου δηλαδή καταργήθηκε ο νόμος για τη «μικρή ΔΕΗ» (Ν. 4273/2014) που προέβλεπε πώληση μονάδων της ΔΕΗ, συμπεριλαμβανομένων υδροηλεκτρικών, συνοδευόμενα από ΝΟΜΕ.

Επίσης, η διαδικασία πώλησης λιγνιτικών μονάδων (divestment) κατά βάση σχετιζόταν με την καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το μονοπώλιο της ΔΕΗ στη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή, δεδομένης και της απόφασης της χώρας να μη δημιουργήσει νέα ορυχεία.

6. Στο κείμενο αναφέρεται ότι υπάρχει ασθενής σύνδεση της αγοράς χονδρικής του ηλεκτρισμού με την αγορά λιανικής.

Με άλλα λόγια, η τιμή λιανικής παρέμεινε χαμηλή, παρά τη σχετικά υψηλή τιμή της χονδρικής. Επίσης στο κείμενο η χαμηλή σύνδεση αποδίδεται εν μέρει στο σημαντικό ποσοστό ρυθμιζόμενων χρεώσεων στα τιμολόγια ηλεκτρισμού.

Συνάγεται επομένως ότι οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις είναι σχετικά χαμηλές. Πράγματι, τα τιμολόγια χρεώσεων δικτύου είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη.

Δεδομένου δε ότι χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις στα δίκτυα, όπως αναφέρεται και στο ίδιο το κείμενο, είναι δύσκολο να μειωθούν περαιτέρω οι χρεώσεις δικτύου.

Ενεργειακές υποδομές

Ως γενική κατεύθυνση, το κείμενο φαίνεται ότι προσπαθεί να δικαιολογήσει τις ιδιωτικοποιήσεις των ενεργειακών υποδομών στο όνομα των επενδύσεων που απαιτούνται (και θεωρεί ότι έχουν καθυστερήσει) στην πορεία μετάβασης προς ένα ενεργειακό σύστημα μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

8. Το κείμενο αναφέρει ότι οι απώλειες στα δίκτυα είναι σημαντικές.

Η αλήθεια είναι ότι οι τεχνικές απώλειες είναι στο μέσο όρο πανευρωπαϊκά, αυξημένες εμφανίζονται όμως οι μη τεχνικές απώλειες, δηλαδή οι ρευματοκλοπές, αν και αυτό δεν συμβαίνει σε τόσο σημαντικό βαθμό, όσο παρουσιάζεται.

Υπάρχει όντως σχετική καθυστέρηση στην ανάπτυξη των «έξυπνων δικτύων» διανομής ηλεκτρισμού και στην εγκατάσταση «έξυπνων μετρητών», χωρίς να σημαίνει ότι ανάλογες καθυστερήσεις δε συμβαίνουν και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτό δεν οφείλεται τόσο σε αδυναμία του διαχειριστή να υλοποιήσει τις επενδύσεις που απαιτούνται, όπως θεωρεί η έκθεση, αλλά σε παθογένειες της ελληνικής αγοράς, που είχαν ενταθεί υπέρμετρα με τα μνημόνια, στην εξάρτηση του ΔΕΔΔΗΕ από τη ΔΕΗ, στην τραγική έλλειψη προσωπικού κλπ.

Η έκθεση φαίνεται να αγνοεί όλη την προσπάθεια που είχε καταβληθεί και τα έργα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.

9. Αντίστοιχα, αναφέρεται επίσης στην έκθεση ότι οι διασυνδέσεις των αυτόνομων νησιωτικών συστημάτων με το ηπειρωτικό σύστημα δεν έχουν ολοκληρωθεί, ενώ επί της προηγούμενης κυβέρνησης οι διασυνδέσεις επιταχύνθηκαν από τον ΑΔΜΗΕ και πλέον έχουν ολοκληρωθεί και οι τρεις φάσεις της Διασύνδεσης των Κυκλάδων (σύνδεση με Υψηλή Τάση των νησιών Σύρος, Τήνος, Μύκονος, Πάρος και Νάξος), ενώ έγινε η πρώτη δοκιμαστική λειτουργία της διασύνδεσης Πελοποννήσου-Κρήτης.

Το γεγονός ότι αυτά έγιναν ενώ αποφεύχθηκε η ιδιωτικοποίηση του 66% του ΑΔΜΗΕ και το σύστημα μεταφοράς παρέμεινε πλειοψηφικά στο Δημόσιο, αποδεικνύει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι μονόδρομος ή προϋπόθεση για την υλοποίηση ή την επιτάχυνση υλοποίησης των έργων.

Η διοικητική αυτονομία και αυτοτέλεια του διαχειριστή αποτελεί πάντως ένα στοιχείο που προσθέτει αξία στον οργανισμό.

10. Για το δίκτυο φυσικού αερίου, το κείμενο διαπιστώνει ότι δεν καλύπτει το σύνολο της χώρας και συγκρίνει τη λιανική αγορά με τον μέσο όρο της ΕΕ, οπότε αυτή εμφανίζεται αρκετά μικρή σε ό,τι αφορά τα συνδεδεμένα νοικοκυριά.

Είναι βέβαια γνωστό ότι οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν αναπτύξει δίκτυα αερίου εδώ και αρκετές δεκαετίες. Εφόσον όμως συνομολογείται ο στόχος της ενεργειακής μετάβασης, θα πρέπει να επερωτηθεί η σκοπιμότητα να ακολουθηθεί το ίδιο μονοπάτι με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, απλά με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών.

Άλλωστε, ακριβώς λόγω της πολιτικής της ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση έχει γίνει σαφώς δυσκολότερη η χρηματοδότηση έργων φυσικού αερίου.

Πρόσφατα μάλιστα, πάρθηκε και η απόφαση για τη μη χρηματοδότηση έργων φυσικού αερίου από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης4, ενώ κάποιες σχετικές υποδομές δύνανται να χρηματοδοτηθούν υπό συγκεκριμένους και πολύ αυστηρούς όρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ERDF).

Οι αποφάσεις που θα ληφθούν οφείλουν να είναι βιώσιμες, να υπηρετούν τη λογική «no significant harm» και να μην ανοίγουν έναν νέο κύκλο μετάβασης από το φυσικό αέριο σε άλλες μορφές ενέργειας σε σύντομο χρονικό διάστημα (εντός της επόμενης δεκαετίας-δεκαπενταετίας).

Προκλήσεις και προοπτικές

11. Αυτονόητα η έκθεση επικαλείται την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ενέργεια και το Κλίμα ως βάση των εθνικών επιλογών.

Αναφέρονται οι στόχοι της ΕΕ για την κλιματική ουδετερότητα, την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και την ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας, αλλά και της προστασίας των καταναλωτών.

Πράγματι στο δεδομένο πλαίσιο ο ενεργειακός τομέας μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της χώρας προσελκύοντας κεφάλαια και ενισχύοντας την ισορροπία του εξωτερικού ισοζυγίου και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως αναφέρεται στην έκθεση.

Είναι θετικό ότι αναφέρεται πως, εκτός από την αναπτυξιακή διάσταση των ενεργειακών επενδύσεων, ο ενεργειακός τομέας πρέπει να εξυπηρετεί τον ευρύτερο στόχο της απρόσκοπτης και ποιοτικής τροφοδοσίας ενέργειας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε προσιτές τιμές.

Πράγματι, οι τεχνολογικές επιλογές (επενδύσεις) για την ενεργειακή μετάβαση «οφείλουν να είναι προσεκτικές από πλευράς κόστους και προοπτικών», ενώ πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά κίνητρα για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την προώθηση της καινοτομίας, ώστε να ελαχιστοποιείται το κόστος ανάπτυξης των δικτυακών υποδομών που ανακτάται από τους καταναλωτές ενέργειας.

Αυτό σημαίνει επί του πρακτέου ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να υλοποιούνται με προσοχή και μόνο όταν μειώνουν γενικά το μεσοπρόθεσμο κόστος για τους καταναλωτές, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και κοινωνικά κριτήρια.

Σημαίνει ακόμα ότι οι επενδύσεις στα δίκτυα δεν πρέπει να έχουν ως σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά τη βελτίωση της εξυπηρέτησης των καταναλωτών με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση τους.

Εφόσον δεν υπάρχουν συνθήκες ανταγωνισμού, δεν υπάρχει από τη σκοπιά του παρόντος κειμένου κανένα ενδιαφέρον για ιδιωτικοποίηση των δικτύων.

Αντιθέτως, η δημόσια ιδιοκτησία των δικτύων είναι προϋπόθεση για την ορθολογική λειτουργία τους, με την έννοια της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

Η ΡΑΕ θα πρέπει να παίζει το σημαντικό ρόλο της στην παροχή κινήτρων για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την προώθηση της καινοτομίας.

12. Παρά το ότι ομνύει στην ενεργειακή μετάβαση και τον πράσινο μετασχηματισμό, η έκθεση δεν αποφεύγει την αντίφαση στο ζήτημα της εξόρυξης υδρογονανθράκων.

Το επιχείρημα της μακροχρόνιας διαδικασίας της ενεργειακής μετάβασης (30 χρόνια) δεν έχει βάση αφού και οι σχετικές δραστηριότητες θα είναι εξίσου μακροχρόνιες, πόσο μάλλον όταν δεν φαίνεται να είμαστε σίγουροι για την ύπαρξη αξιόλογων αποθεμάτων.

Αντίθετα, αναδεικνύεται πώς οι μακροπρόθεσμοι στόχοι, όσο φιλόδοξοι και αν φαίνονται, επιτρέπουν πολλές φορές πολιτικές επιλογές τύπου «business as usual» σε ό,τι αφορά στο παρόν.

13. Στις προτάσεις πολιτικής είναι αναπόφευκτη η μετάβαση στο target model (Μοντέλο Στόχος) και η σύζευξη των αγορών της περιοχής, η οποία μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί για τη μείωση του συνολικού κόστους της ενεργειακής μετάβασης χάρη στο διαμοιρασμό πόρων (π.χ. ευελιξίας) που θα επιτρέψει.

Είναι επίσης προφανής η ανάγκη εξορθολογισμού του ενεργειακού κόστους καθώς και η ενίσχυση της αυτονομίας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για την επίτευξη του ρόλου της ως εγγυητή της εύρυθμης λειτουργίας των ενεργειακών αγορών και της προστασίας του καταναλωτή.

Είναι προφανές όμως ότι η Πολιτεία είναι αυτή που θέτει το πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής και το οποίο θα πρέπει να υπηρετεί η Ρυθμιστική Αρχή. Ακόμα θα πρέπει να προβλέπονται αυστηρές δικλείδες ασφαλείας για τη δυνατότητα επέμβασης της Πολιτείας σε κρίσιμες, έκτακτες περιπτώσεις ή περιπτώσεις που αποφάσεις της ΡΑΕ δεν διαθέτουν επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση.

14. Είναι σωστό εν γένει ότι η υλοποίηση των έργων μεταφοράς, διανομής και αποθήκευσης στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου αποτελούν προτεραιότητες, όπως επίσης η ψηφιοποίηση και αναβάθμιση των δικτύων ενέργειας (smart grids), λαμβάνοντας όμως υπόψη την προηγούμενη επισήμανση για ισορροπημένο και προσεκτικά μελετημένο κόστος των σχετικών επενδύσεων, με μέριμνα για την κάλυψη των αναγκών των καταναλωτών αλλά και τη βιωσιμότητα αυτών των επενδύσεων στο μέλλον (αποφυγή stranded assets).

Σε ό,τι αφορά στην εισαγωγή μηχανισμών οικονομικών κινήτρων στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις των δικτύων είναι μέτρο στη σωστή κατεύθυνση, διότι δίνει κίνητρα στο διαχειριστή για την πραγματοποίηση τους, αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε μακροπρόθεσμα να μειώνεται τα κόστος λειτουργίας.

Η προτεραιότητα αντιμετώπισης της ενεργειακής ένδειας είναι εν γένει καλοδεχούμενη, αλλά διαφαίνεται δυστυχώς στο κείμενο (λαμβάνοντας υπόψη και το σύνολό του) η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το ρόλο του κοινωνικού κράτους ως έσχατο δίχτυ ασφαλείας μόνο για τη διαχείριση ακραίων περιπτώσεων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού και όχι ως εργαλείο αναδιανομής και βελτίωσης της καθημερινότητας των πιο ευάλωτων συμπολιτών μας.

Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα σημαντική αλλά δε φαίνεται να είναι αρκετό μέτρο, αντίθετα ο θεσμός των Ενεργειακών Κοινοτήτων μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην καταπολέμηση του και να φέρει γενικότερα οφέλη στο περιβάλλον. Είναι επίσης προφανής η ανάγκη στρατηγικών δράσεων για τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών.

15. Τέλος, είναι απόλυτα σωστή η διαπίστωση της έκθεσης Πισσαρίδη ότι ο ενεργειακός μετασχηματισμός δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη έρευνας και καινοτομίας και είναι αναγκαία η διαμόρφωση κατάλληλου και επαρκώς χρηματοδοτούμενου πλαισίου για την Έρευνα και Ανάπτυξη στον τομέα της Ενέργειας.

Συμπερασματικά

Ο μετασχηματισμός του ενεργειακού τομέα και κατά συνέπεια η ενεργειακή πολιτική, αποτελούν έναν εξαιρετικά σημαντικό κρίκο στη διαδικασία της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, κάτι που επισημαίνεται και στο κείμενο της επιτροπής.

Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούνται από την παραγωγή και διαχείριση ενέργειας αποτελούν το 75% των συνολικών εκπομπών σε ευρωπαϊκό επίπεδο5, είναι επομένως σαφές πως η άμεση απανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα αποτελεί προτεραιότητα.

Ο στόχος αυτός ευθυγραμμίζεται με τους φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους, στο βαθμό που ενσωματώνει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, αλλά ο τρόπος επίτευξης του έχει τόση σημασία όση και ο στόχος αυτός καθ’ εαυτός.

Οι φιλόδοξοι μακροπρόθεσμοι στόχοι δεν πρέπει να οδηγούν σε βραχυπρόθεσμη αδράνεια, ούτε να χρησιμοποιούνται ως μοχλός αναδιανομής πόρων και εξουσίας στην κατεύθυνση αύξησης και όξυνσης των ανισοτήτων.

Ενώ λοιπόν το κείμενο σωστά αναφέρει πως οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης θα είναι τεράστιες για τις ζωές των επόμενων γενεών, εντούτοις αρνείται να κινηθεί με συνέπεια προς αυτή την κατεύθυνση, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, που δεν τις αποκλείει.

Αντ’ αυτού θέτει τη χώρα εντός ενός «ειδικού» πλαισίου, παραπέμποντας σε μια πρακτική αυστηρής τήρησης περιβαλλοντικών όρων, χωρίς να αναφέρει τους προφανείς κινδύνους (τουρισμό, αλιεία, ατυχήματα) αλλά και την επιταχυνόμενη διεθνή τάση για απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, που είναι εμφανής μάλιστα και στην ευρύτερη γειτονιά μας6.

Η Ελλάδα δεν έχει απολύτως κανένα λόγο να αναλάβει το ρίσκο των εξορύξεων, την ίδια στιγμή που παγκοσμίως η τάση είναι η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, όχι οι επενδύσεις σε αυτά.

Στο πλαίσιο μιας κλιματικής πολιτικής που έχει ως αυταξία την ανθρώπινη ζωή και τη βελτίωση των συνθηκών για τις επόμενες γενιές, μία αποτελεσματική ενεργειακή πολιτική, θα πρέπει να είναι σε απόλυτη συμφωνία με τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ όσο και της Συμφωνίας του Παρισιού για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 20C με προσπάθεια μετριασμού κατά 1,50C.

Ο μετασχηματισμός της ενέργειας που βρίσκεται σε εξέλιξη ή και η αλματώδης ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών προσφέρουν επιλογές διαμόρφωσης εναλλακτικών μοντέλων παραγωγής και λειτουργίας του ενεργειακού κλάδου.

Εστιάζοντας στον ηλεκτρισμό, το μοντέλο που ήδη αναδύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο βασίζεται σε μονάδες παραγωγής ΑΠΕ κάθε κλίμακας (από μεγάλους υδροηλεκτρικούς, αιολικούς και φωτοβολταϊκούς σταθμούς έως μικρές διεσπαρμένες πηγές, όπως φωτοβολταϊκά στέγης και μικρές ανεμογεννήτριες), την εξοικονόμηση ενέργειας και την εκμετάλλευση πολλαπλών πόρων ευελιξίας:

Διαχείριση της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων λελογισμένων περικοπών παραγωγής ΑΠΕ), τη συνεργασία με συστήματα γειτονικών χωρών μέσω ισχυρών διασυνδέσεων, την εκμετάλλευση συνεργειών των δικτύων όλων των ενεργειακών φορέων (ηλεκτρισμού, θέρμανσης-ψύξης, αερίων και υγρών καυσίμων που προέρχονται από ΑΠΕ), καθώς και με συστήματα ηλεκτροκίνησης των μεταφορών, επέκταση της διαχείρισης της κατανάλωσης, διάφορες μορφές αποθήκευσης (από αντλησιοταμίευση και συσσωρευτές έως συνθετικά καύσιμα και ανανεώσιμο υδρογόνο), έξυπνα δίκτυα και μικρο-δίκτυα.

Προτείνεται, στα πλαίσια μιας ουμανιστικής, οικολογικής και εν τέλει δίκαιης και προοδευτικής κατεύθυνσης, οι λύσεις να προκύπτουν με τη συμμετοχή της κοινωνίας, ενώ τα όποια οφέλη των επιλογών θα πρέπει να διαχέονται εντός της τοπικής ή περιφερειακής οντότητας (η οποία μπορεί να καλύπτει και όλη τη χώρα).

Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η συμμετοχή των πολιτών και η δημοκρατία, αποκεντρώνεται σε βέλτιστο βαθμό η παραγωγή, αυξάνει η αποδοτικότητα και οικονομικότητα του συστήματος (με δεδομένη την ύπαρξη δημόσιων εταιρειών που θα υλοποιούν και αντίστοιχες επενδύσεις με ευρύτερο κοινωνικό όφελος), ενισχύεται η ασφάλεια εφοδιασμού, ενώ δημιουργούνται όροι βιωσιμότητας των όποιων επιλογών, αποτελώντας κτήμα των τοπικών/περιφερειακών κοινωνιών.

Το εργαλείο των Ενεργειακών Κοινοτήτων προσφέρει λύσεις σε αυτή την κατεύθυνση, όμως φαίνεται πως δεν αποτελεί προτεραιότητα εντός του κειμένου.

Η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να αποτελέσει κτήμα των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών, οι οποίοι-ες θα καρπωθούν τα οφέλη στο πλαίσιο αυτής της μετάβασης.

Για να υπάρξει αυξημένη εμπλοκή της κοινωνίας απαιτούνται και νέα «έξυπνα» εργαλεία κοινωνικής διαβούλευσης και πολιτικές Δίκαιης Μετάβασης στο σύνολο των δραστηριοτήτων ενόψει της μετάβασης σε ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, εκκινώντας από τις λιγνιτικές περιοχές. Κάτι που απουσιάζει εντελώς ως διάσταση στο κείμενο της επιτροπής Πισσαρίδη.

Στο κείμενο της επιτροπής Πισσαρίδη, ενώ παρουσιάζονται οι δεσμεύσεις όπως απορρέουν από τις διεθνείς συμφωνίες (Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης κτλ), διαπιστώνονται αργοπορίες στην εφαρμογή αυτών, όπως π.χ. στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας και της ανακύκλωσης, χωρίς ταυτόχρονα να θίγονται ζητήματα που σχετίζονται με αντικρουόμενες πολιτικές αποφάσεις π.χ. περί της καύσης απορριμμάτων ή του χαμηλού ποσοστού ανακύκλωσης.

Είναι προφανές ότι δύσκολα κανείς θα μπορούσε να έχει αντίρρηση στις θέσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας, στην ανακύκλωση και στην εν γένει περιβαλλοντική βιωσιμότητα, όπως αναφέρονται στο κείμενο, αλλά οι θέσεις αυτές είναι ασύμβατες με αποφάσεις όπως η καύση απορριμμάτων.

Η χώρα μας οφείλει να χτίσει πάνω στη Στρατηγική για την κυκλική οικονομία του 2018, η οποία παρουσιάζει εξαιρετικά υψηλό αποτύπωμα σε επίπεδο θέσεων εργασίας και μάλιστα θα πρέπει να την ενισχύσει.

Κλείνοντας, σημειώνεται ότι η έκθεση εμπεριέχει αγεφύρωτες αντιφάσεις και δεν προσφέρει μία καθαρή στρατηγική κατεύθυνση, περικλείει επιφανειακά σχεδόν τα πάντα, αδυνατεί να ιεραρχήσει τις προτεραιότητες, αλλά κυρίως επιχειρεί να νομιμοποιήσει/αναβαπτίσει μία αποτυχημένη νεοφιλελεύθερη «συνταγή», η οποία στον πυρήνα της ενισχύει τη δημιουργία πολλαπλών κρίσεων και οδηγεί σε λύσεις που υπονομεύουν το περιβάλλον, τις ατομικές ελευθερίες, την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη .διευρύνοντας και τις οικονομικές ανισότητες.

Στον αντίποδα αυτής της λογικής, απαιτείται η θεμελίωση μίας συνεκτικής θετικής πρότασης για τον τομέα της ενέργειας που θα ενσωματώνει την περιβαλλοντική προστασία με τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής, την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και τελικά την κλιματική και ενεργειακή δικαιοσύνη.

Δημοφιλή