Ποίηση και διπλωματία: Στην κόψη του χιάσματος

Για την ποιητική συλλογή «Λυρικά Ελάχιστα» του Νίκου Βλαχάκη
.
.
.

Το 1955, το 1961 και το 1962 ο Γιώργος Σεφέρης ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ένα χρόνο αργότερα, μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα το τηλεγράφημα της Σουηδικής Ακαδημίας. Ο Σεφέρης, ενώ ήταν καθηλωμένος στο σπίτι από μια κρίση έλκους, κερδίζει το βραβείο «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».

Στην Ελλάδα επικράτησε «αμφιθυμία». Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων απασχολούσαν οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου και η αναμέτρηση της ΕΡΕ με την Ένωση Κέντρου. Η Αριστερά είχε εκφράσει την προτίμησή της στον Πάμπλο Νερούδα, ενώ ο δεξιός «Ελεύθερος» έγραφε ότι ο διπλωμάτης Σεφέρης «είχε ξεπουλήσει την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ».

Όταν ο Σεφέρης επέστρεψε στην Ελλάδα από την τελετή απονομής, κανείς δεν τον περίμενε από την υπηρεσία του ή το ελληνικό κράτος. Συνάδελφοί του θα γράψουν αργότερα ότι «ο Σεφέρης ήταν κακός διπλωμάτης».

Υπάρχουν πράγματι καλοί ποιητές, που είναι κακοί διπλωμάτες. Υπάρχουν καλοί διπλωμάτες, που είναι κακοί ποιητές. Αλλά υπάρχουν και κακοί ποιητές που είναι και κακοί διπλωμάτες..

Υπάρχουν δύο τρόποι για να διαβάσει κανείς ένα ποιητικό έργο. Ο ένας είναι να το διαβάσει αυτό κάθε αυτό, σαν λουλούδι της ερήμου, που φύτρωσε από μοναχό του δίχως ρίζες. Ο άλλος είναι να το προσεγγίσει γνωρίζοντας τον άνθρωπο που το έγραψε.

Στο αυτί της τέταρτης ποιητικής συλλογής του Νικόλαου Βλαχάκη «Λυρικά Ελάχιστα», ο ποιητής μαρτυρά πάραυτα τον βίο και τον βιοπορισμό του. Εργάζεται ως Σύμβουλος Δημόσιας Διπλωματίας στο Υπουργείο Εξωτερικών, έχοντας υπηρετήσει στις πρεσβείες της Ελλάδος σε Τίρανα, Βρυξέλλες, Σόφια, Βουδαπέστη και Βερολίνο.

Ο Βλαχάκης εργάζεται τώρα στην κεντρική υπηρεσία, σε ένα από τα πλέον παλαιά κτίσματα της Αθήνας, το οποίο είχε χτιστεί προκειμένου να στεγάσει προσωπικό των ανακτόρων. Σε αυστριακό ρυθμό, με μαύρη σιδερένια πύλη που ξεπερνά τα τρία-τέσσερα μέτρα, προκειμένου να εισέρχονταν τότε οι άμαξες, «βλέπει» στην προτομή του Γιώργου Σεφέρη στη Ζαλοκώστα Γεωργίου (ποιητή από το Συρράκο).

Στην πεζοδρομημένη οδό, λίγο μυστική, λίγο κρυμμένη, αυτή την εποχή ανεμίζουν τα βιολετί άνθη από τις γιακαράντες. Το όνομα των τροπικών δέντρων (που είναι ένα είδος μπιγκόνιας), στη γλώσσα των Γκουαρανί της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Βολιβίας και της Παραγουάης, σημαίνει «αρωματικός». Άλλοτε πάλι, τα δέντρα από τη γη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ο οποίος έγραψε για να βγάλει από τη μοναξιά τη γενέθλια ήπειρο μαζί με τα δέντρα και τα άνθη της), στρώνουν ένα λιλά φωσφορούχο χαλί στην αττική γη. Για το χρώμα και την αίσθηση είχε γράψει και ο ίδιος ο Σεφέρης το 1941 από την Πρετόρια στη Νότιο Αφρική στο ποίημά του «KERK STR.OOST, PRETORIA, TRANSVAAL»:

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας

ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.

Ο Βλαχάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Βρύσες Μεραμπέλλου Κρήτης. Η σύζυγός του, μία όμορφη Κολομπιάνα, είναι «κατσάκο» (έτσι αποκαλούν οι «κοστένιο» τους συμπατριώτες τους από το εσωτερικό της χώρας) από την Μπογκοτά, με ρίζες «κοστένιο» (από το Λα Κόστα, που σημαίνει ακτή) από την μητέρα της. Έχουν δύο κόρες όσο Ελληνίδες, τόσο Κολομβιανές. Από τη φύση της Ελλάδος και της Κολομβίας, μία χώρας που «πατάει» και στη μυθική Καραϊβική και τον Ειρηνικό, ο Βλαχάκης ζω-γραφίζει στο υπόλευκο χαρτί των Εκδόσεων «Βακχικόν» μεσόγεια χαϊκού και τροπικά ιδεογράμματα.

Ορίζοντες, θάλασσες, σήμαντρα (παπαδοπαίδι γαρ), λησμονημένα ρόδα, φεγγάρια, κερκόπορτες, Νηρηίδες και Σιληνοί, σε Αδριατική, Αιολία, Μεσόγειο, Αμάλθεια, Φαιστό, Ωκεανίδα, συνθέτουν τα «Λυρικά Ελάχιστα».

Τη θάλασσα αναζήτησα,

το πρωί ως νεογέννητη

το βράδυ ως ερωμένη.

Κατοικούσα σε ξένες γλώσσες,

ταΐζοντας περιστέρια

στα μπαλκόνια τους.

Ανακεφαλαίωνα τις σιωπές του ορίζοντα

στη νηνεμία των νότιων θαλασσών,

σαν αντήχηση της αιωνιότητας,

έτσι θαρρούσα…

Αυτές οι «νότιες θάλασσες» είναι ο κοινός τόπος του Σεφέρη και του Γκαρσία Μάρκες, της Ελλάδος και των «ξένων» (τόπων), της ποίησης και της διπλωματίας.

Ποια έχει ανάγκη την άλλη πιο πολύ; Η απάντηση ας δοθεί από εξαίσια χείλη:

«Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση - κάθε λαού - και το ελληνικό πνεύμα». Είχε εκφωνήσει ο Γιώργος Σεφέρης τον Δεκέμβριο του 1963 στη Στοκχόλμη.

«Τούτες οι μέρες είναι οδυνηρές. Χθες εργάζουνταν δώδεκα ώρες ασταμάτητα. Μια στιγμή τον ρώτησα, μια που η δουλειά του είναι τόσο ικανοποιητική, γιατί τον αισθάνομαι τόσο ανήσυχο. -Αισθάνομαι χαρά μόνον όταν γράφω ένα καλό ποίημα, και τα ποιήματα έχουν κόπο και πόνο. Μη νομίζεις πως βγαίνουν έτσι, έρχονται όταν θέλουν αυτά. Δεν είναι να πεις: Τώρα θα κάτσω να γράψω ένα ποίημα. Εκείνο είναι που σε καθίζει κάτω και σου λέει: Kερατά, τώρα θα με γράψεις, θα με βγάλεις, αλλιώς θα τρελαθείς! Kαι κάποτε είσαι τόσο κοντά στην τρέλα, κι αν δεν κάνεις… ας είναι, δεν θέλω να σε τρομάξω. Μα πρέπει να ’χεις υπομονή κι αγάπη μαζί μου Μαρώ, αν θέλεις να ζήσουμε μαζί δηλαδή». Είχε εκμυστηρευτεί στο ημερολόγιό της η Μαρώ Ζάννου Σεφέρη.

Δημοφιλή