«Σκοτεινοί δρόμοι του Καΐρου» του Πάρκερ Μπιλάλ

«Ο Πάρκερ Μπιλάλ είναι για την Αίγυπτο ότι είναι ο Πέτρος Μάρκαρης για την Ελλάδα».
Mohamed Elsayed / EyeEm via Getty Images

Ο πρώην αστυνομικός επιθεωρητής Μακάνα, εξόριστος από την πατρίδα του το Σουδάν, ζει σε μια ξεχαρβαλωμένη φελούκα του Νείλου, στο Κάιρο, βγάζοντας με κόπο τα προς το ζην σαν ιδιωτικός ερευνητής.

Όταν τον προσλαμβάνει ο διαβόητος και πανίσχυρος Σάαντ Χάναφι, βρίσκεται απότομα σ’ έναν επικίνδυνο και αστραφτερό κόσμο. Ο Χάναφι είναι ιδιοκτήτης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας με πολλά διάσημα ονόματα, της οποίας όμως ο πιο πολύτιμος παίκτης έχει εξαφανιστεί. Η εξαφάνισή του απειλεί να καταστρέψει όχι μόνο την προσωπική αυτοκρατορία του επιχειρηματία αλλά και ολόκληρη τη χώρα.

Ο Μακάνα αντιμετωπίζει μουσουλμάνους εξτρεμιστές, Ρώσους κακοποιούς και μια απελπισμένη μητέρα που αναζητά τη χαμένη κόρη της, καθώς η έρευνά του ανακινεί οδυνηρές αναμνήσεις, επαναφέροντάς τον στο στόχαστρο ενός παλιού κι επικίνδυνου εχθρού.

Ο Αγγλο -Σουδανός συγγραφέας Πάρκερ Μπιλάλ, ψευδώνυμο του Τζαμάλ Μαχτζούμπ, έχει γράψει μυθιστορήματα που έχουν λάβει επαινετικές κριτικές και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και σπούδασε Γεωλογία στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ (ένας λάθος αρχικός προσανατολισμός, όπως έχει πει ο ίδιος) και έχει ζήσει κατά διαστήματα στη Βρετανία, το Σουδάν, το Κάιρο, τη Δανία και τη Βαρκελώνη, πριν εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ.

Περιέργως πώς, ο Πάρκερ Μπιλάλ «που είναι για την Αίγυπτο ότι είναι ο Πέτρος Μάρκαρης για την Ελλάδα», όπως είχε γράψει το γαλλικό περιοδικό Le Point, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά.

Τώρα οι εκδόσεις Στερέωμα συστήνουν τον συγγραφέα στους Έλληνες αναγνώστες με το (χορταστικό) αστυνομικό μυθιστόρημα «Σκοτεινοί δρόμοι του Καΐρου» (μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου) που μόλις κυκλοφόρησε.

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Όντας σχετικά αισιόδοξος τύπος, ο Μακάνα πίστευε πάντοτε ότι η μέρα του ξεκινούσε καλά όταν ξυπνούσε το πρωί και έβλεπε πως δεν είχε βουλιάξει ακόμα. Μία από τις μικρές απολαύσεις της ζωής σε μια awama*. Ο ίδιος τη σκεφτόταν σαν βάρκα, αλλά φυσικά δεν ήταν κανονική βάρκα, παρά μόνο μια σαθρή κατασκευή από κοντραπλακέ καρφωμένη στα κουτουρού πάνω σε μια σκουριασμένη πλωτή γέφυρα. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ωραίο που τη σκεφτόταν έτσι. Τον παρηγορούσε η ιδέα ότι, αν ήθελε, θα μπορούσε μια μέρα να κόψει απλώς τα σχοινιά και να σαλπάρει για τον γύρο του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το πράγμα πιθανότατα θα βούλιαζε σαν πέτρα. Ήταν μια σκέτη σχεδία με τοίχους, για να κρατούν απέξω τον κόσμο. Ένα όνειρο. Ένα κόλπο του μυαλού. Αλλά τα μικρά πράγματα στη ζωή μάς βοηθούν να συνεχίζουμε, έλεγε συχνά στον εαυτό του.

Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι ικανοί να κοιμούνται βαθιά σε μια τόσο αναξιόπιστη βάρκα, κάθε βράδυ, χωρίς να ξέρουν αν θα ζήσουν για να δουν άλλη μία μέρα, ή θα ξυπνήσουν κολυμπώντας, ή ίσως (το καλύτερο ή το χειρότερο;) θα πνιγούν απλώς στον ύπνο τους. Αλλά πάλι, ο Μακάνα δεν ήταν σαν τους πολλούς ανθρώπους. Τέτοιες ανησυχίες δεν τον απασχολούσαν ποτέ. Είχε αποδεχτεί εδώ και καιρό ότι, αν η βάρκα έμελλε να βουλιάξει μια νύχτα, δεν θα μπορούσε να το αποτρέψει˙ ίσως μάλιστα να ήταν μια ανακούφιση, από κάποια άποψη. Άλλωστε, δεν είχε πολλές επιλογές. Οι κίνδυνοι της διαβίωσης σε μια awama ήταν μια πραγματικότητα για έναν άνθρωπο στη δική του οικτρή οικονομική κατάσταση. Πόσο μάλλον τώρα που χρωστούσε τέσσερα νοίκια για το σαθρό σπιτικό του και δεν χρειαζόταν χαρτορίχτρα για να του πει ότι οι προοπτικές να μπουν λεφτά στην τσέπη του ήταν ελάχιστες στο άμεσο μέλλον. Το συγκεκριμένο πρωί, η ψυχική ηρεμία ήταν μια πολυτέλεια που δεν άντεχε η τσέπη του.

Ο Μακάνα ήταν μοναχικός άνθρωπος. Οι ελάχιστοι φίλοι που είχε προέρχονταν από την κοινότητα των εξόριστων συμπατριωτών του: συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί, άντρες και γυναίκες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους για να μην αντιμετωπίσουν τις διώξεις ενός καταπιεστικού καθεστώτος. Παρότι τους συναντούσε αραιά, υπολόγιζε στη συντροφιά τους κι εκείνοι με τη σειρά τους έδειχναν να εκτιμούν την περιστασιακή παρουσία του.

* Βάρκα ή φελούκα που χρησιμοποιούσαν κάποτε οι πλούσιοι για να κάνουν βόλτα στον Νείλο.

Δημοφιλή